κότσι — (Kοchi). Πόλη (333.900 κάτ. το 2003) της Ιαπωνίας στο νησί Σικόκου, πρωτεύουσα της επαρχίας Κότσι κεν (7.107 τ. χλμ., 813.943 κάτ.). Αποτελεί αξιόλογο αλιευτικό και εμπορικό λιμάνι και διαθέτει ανεπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων, χαρτοποιίας και… … Dictionary of Greek
κότσι — το (λ. τουρκ.), 1. αστράγαλος του ποδιού ανθρώπου και ζώων. 2. ο πληθ., κότσια παιχνίδι με αστραγάλους. 3. φρ., «Δε βαστούν τα κότσια μου», δεν αντέχω σε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμπέλλικους, Μάρκος Αντώνιος Κότσι — (Sabellicus). Ιταλός ιστορικός και ουμανιστής (1436 1506). Σπούδασε στη Ρώμη και διατέλεσε αργότερα καθηγητής της ρητορικής σχολής στο Ούντινε. Διατέλεσε βιβλιοθηκάριος του Άγιου Μάρκου. Ασχολήθηκε κυρίως με την αρχαιολογία και την ιστορία και… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Σικοκού — Νησί του Ιαπωνικού αρχιπελάγους, το τέταρτο σε έκταση. Βρίσκεται μεταξύ του νοτιοδυτικού τμήματος του νησιού Χονσού, από το οποίο το χωρίζει η Εσωτερική θάλασσα στα Β, ο πορθμός Κίι στα Ν και το νησί Κιουσού στα Δ· από το τελευταίο αυτό χωρίζεται … Dictionary of Greek
βεζιρεία — και βεζυρεία, η 1. το αξίωμα και η έδρα του βεζίρη 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει κάποιος το αξίωμα του βεζίρη 3. μία από τις στενές πλευρές που έχει το κότσι, ο αστράγαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεζίρης. Ο τ. βεζυρεία μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
κίλλος — κίλλος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. όνος 2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
σίκι — το, Ν κότσι … Dictionary of Greek